κορακοειδῆ — κορακοειδής like a raven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορακοειδής like a raven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορακοειδής like a raven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακοειδῶν — κορακοειδής like a raven masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
coracoides — (Del gr. korakoides, semejante a un cuervo < gr. korax, cuervo + eidos, forma.) ► adjetivo/ sustantivo femenino 1 ANATOMÍA Se aplica a la apófisis del omóplato, situada en la parte más prominente del hombro. IRREG. plural coracoides ►… … Enciclopedia Universal
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
κορακόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρό μορφος, ταινιό μορφος] … Dictionary of Greek
κορακώδης — κορακώδης, ῶδες (Α) [κόραξ] αυτός που μοιάζει με κόρακα ή με το ράμφος του, κορακοειδής … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
υποκορακοειδής — ές, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κορακοειδή απόφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κορακοειδής] … Dictionary of Greek
coracoides — (Del gr. κορακοειδής, en forma de cuervo). f. Anat. apófisis coracoides … Diccionario de la lengua española