κορακοειδής

κορακοειδής
ές (ΑM κορακοειδής, -ές και κορακώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με κόρακα
νεοελλ.
1. αγκιστροειδής
2. φρ. «κορακοειδής απόφυση»
ανατ. προεξοχή τού άνω χείλους τού οστού τής ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. coracoid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορακοειδῆ — κορακοειδής like a raven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορακοειδής like a raven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορακοειδής like a raven masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακοειδῶν — κορακοειδής like a raven masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • coracoides — (Del gr. korakoides, semejante a un cuervo < gr. korax, cuervo + eidos, forma.) ► adjetivo/ sustantivo femenino 1 ANATOMÍA Se aplica a la apófisis del omóplato, situada en la parte más prominente del hombro. IRREG. plural coracoides ►… …   Enciclopedia Universal

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • κορακόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρό μορφος, ταινιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • κορακώδης — κορακώδης, ῶδες (Α) [κόραξ] αυτός που μοιάζει με κόρακα ή με το ράμφος του, κορακοειδής …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • υποκορακοειδής — ές, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κορακοειδή απόφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κορακοειδής] …   Dictionary of Greek

  • coracoides — (Del gr. κορακοειδής, en forma de cuervo). f. Anat. apófisis coracoides …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”